BIL |
Γιος ταβερνιάρη, ο Τζιουζέπε Βέρντι γεννήθηκε στις 10 του Οκτώβρη 1813 στο Ρόνκολε της Πάρμας. Από επτά χρόνων άρχισε να μαθαίνει μουσική από έναν ιερέα στην εκκλησία του χωριού του, ενώ αργότερα απέκτησε μια σπινέτα, το ίδιο παλιό μικρό πιάνο που διασώζεται στο μουσείο του θεάτρου της Σκάλας, στο Μιλάνο. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την πορεία των σπουδών του απορρίφθηκε από το Ωδείο του Μιλάνου, λόγω μεγάλης ηλικίας. Η μουσική ιδιοφυΐα του Βέρντι ήταν έκδηλη από την αρχή. Ακόμα και ως μικρό παιδί συνέθετε ορχηστρικά θρησκευτικά έργα, συμφωνίες, άριες, εμβατήρια κτλ., όλα για τη Φιλαρμονική του Μπουσέτο, επαρχιακή κωμόπολη κοντά στο χωριό που μεγάλωσε. Η απόρριψή του από το Ωδείο τον οδήγησε να μαθητεύσει στο πλάι του μαέστρου και συνθέτη Β. Λαβίνια. Το 1834 διορίστηκε αρχιμουσικός του Δήμου Μπουσέτο και αργότερα διευθυντής του τοπικού ωδείου και της Φιλαρμονικής. Στόχος του, όμως, ήταν να γίνει συνθέτης όπερας. Από την πρώτη κιόλας όπερά του, με τίτλο «Ομπέρτο, κόμης του Σαν Μπονιφάτσιο», έδειξε ότι τον χαρακτηρίζει ένα καινούριο ύφος, διαφορετικό από τους κυρίαρχους μουσουργούς της εποχής, Ροσίνι, Ντονιτσέτι και Μπελίνι. Η δεύτερη όπερά του, όμως, «Μια μέρα βασιλείας», δεν είχε επιτυχία. O Βέρντι, που είχε χάσει πρόσφατα τη γυναίκα του Μαργαρίτα, σε ηλικία 26 ετών, από εγκεφαλίτιδα και ένα χρόνο νωρίτερα το γιο του Ιτσίλιο Ρομάνο, σε ηλικία 15 μηνών (το 1838 είχε χάσει και την κόρη Βιρτζίνια Μαρία Λουίτζα σε ηλικία 17 μηνών), έπεσε σε απελπισία και ορκίστηκε να μην ξαναγράψει όπερα… Συνεχίστε την ανάγνωση
Πρόσφατα σχόλια